- γαλακτομέτρηση
- και γαλακτομετρία, ηη μέτρηση τής πυκνότητας τού γάλακτος με γαλακτοαραιόμετρο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… … Dictionary of Greek
γαλακτοσκόπηση — και γαλακτοσκοπία, η η γαλακτομέτρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. γαλακτοσκόπηση < γάλα ( κτος) + σκόπηση < σκοπώ γαλακτοσκοπία < γάλα( κτος) + σκοπία < σκοπος < σκοπός. Η λ. γαλακτοσκόπησις μαρτυρείται από το 1894 από τον Αναστάσιο Χρηστομάνο στην… … Dictionary of Greek